Βασίλης Μιχαηλίδης ο εθνικός ποιητής της καρδιάς μου

Βασίλης Μιχαηλίδης ο εθνικός ποιητής της καρδιάς μου

Εγώ η Άντρη

Όλοι αγαπάμε τους ποιητές

Τους αγαπάμε γιατί μας ταξιδεύουν, μας παίρνουν αλλού, μας μεταδίδουν συναισθήματα γεμίζουν την ψυχούλλα μας και νοιώθουμε πλούσιοι χωρίς να είμαστε. Βέβαια το έχουμε πια εμπεδώσει ότι όλοι οι σπουδαίοι αναγνωρίζονται μετά θάνατο. Έτσι έγινε και με την περίπτωση του Βασίλη Μιχαηλίδη.Έζησε μια ζωή  δυστυχισμένη θα μπορούσε να πει κανείς. Ανεκπλήρωτη από κάθε άποψη. 

 

Γεννήθηκε στο Λευκόνοικο.

Οι  πρώτες του προσπάθειες ήταν να γίνει ζωγράφος όπου είχε μια κλίση, αλλά δεν κατάφερε να προχωρήσει. Αργότερα προσπάθησε με την αγιογραφία, αλλά και πάλι η προσπάθεια έμεινε στη μέση. Όταν ο θείος του Γιάννης Οικονομίδης μετέπειτα  μητροπολίτης Κιτίου μετακόμισε στη Λάρνακα τον πήρε μαζί του.

Για κάποιο λόγο όμως που ποτέ δεν διευκρινίστηκε δεν κατάφερε ποτέ να προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές χωρίς αυτό  να σημαίνει οτι δεν γνώριζε πολλά γιατι ήταν πανέξυπνος. Διάβαζε εφημερίδες, του άρεσε να κάνει παρέα με λόγιους της εποχής ή τουλάχιστο προσπαθούσε γι αυτό.

Μια περίοδο της ζωής του αποπειράθηκε να πάει στην Ιταλία να σπουδάσει ζωγραφική  όμως ούτε αυτή  η προσπάθεια κατέληξε πουθενά  και γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα αλλά και λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Κατέληξε άνεργος, άστεγος και αλκοολικός, άσχετα αν δούλεψε πολλά χρόνια σε νοσοκομείο χωρίς στην ουσία καμιά  εξέλιξη.

Τα πιο γνωστά  από τα έργα του είναι η Χιώτισσα, η ανεράδα, το όρομαν του Ρωμιού και βεβαίως η 9η Ιουλίου που το θέμα της είναι οι τελευταίες ώρες του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού.

Το  έργο του δεν μπορεί να πεί κανείς πώς  ήταν τεράστιο όμως ήταν αρκετό για να τον βαφτίσουμε μετά τον θάνατο του εθνικό μας ποιητή. Όλοι διαβάσαμε ή ακούσαμε την 9η Ιουλίου σε κάποια σχολική γιορτή ή σε κάπια εκδήλωση, όταν θέλουμε να υπενθυμίσουμε τον πατριωτισμό μας.

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σ̌ιέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κ̌ι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζελλειόν κ̌αι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̌ια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζείνον τρώεται κ̌αι τζείνον καταλυέται.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης ήταν πάντα μόνος, αγάπησε κάποτε μια κοπέλα της υψηλής κοινωνίας που όμως παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Λέγεται πως για αυτήν έγραψε την ανεράδα του. Για κάποια χρόνια αναζήτησε στέγη και θαλπωρή στη μητρόπολη Λεμεσού.

Τελείως μόνος και με συντετριμμένη υγεία κατέληξε στο πτωχοκομείο Λεμεσού. Έφυγε απ αυτό τον κόσμο στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Θεωρώ ότι έχω μια στενή σχέση με αυτό τον ποιητή κι αυτό γιατί η μάνα μου με έπαιρνε στην αγκαλιά της όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι της και μου απάγγελε απ' έξω την Χιώτισσα, την ήξερε νεράκι και μου μετέδιδε τόσο παραστατικά τις εικόνες από τη σφαγή της Χίου που αρπάξανε οι Τούρκοι μια Χριστιανή.

Είναι ένα ποίημα που αγαπώ πολύ και που θα προσπαθήσω λίγο να σας το μεταφέρω ... βέβαια όχι ολόκληρο γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλο αλλά ένα κομμάτι του σας το αφιερώνω με πολλή αγάπη.

Εύχομαι να σας άρεσε έστω και λιγάκι και να εντάξετε στα διαβάσματα σας αυτό τον ταλαιπωρημένο ποιητή που εκτός από εθνικός ποιητής της Κύπρου για μένα είναι ένας ποιητής πού μιλά στην καρδιά.