Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974

Όλη η ιστορία που κρύβεται από πίσω

Η τουρκική εισβολή 1974...
 
Με τους υπέρμαχους στους κόλπους της ελληνικής χούντας να παίρνουν την εξουσία τον Νοέμβριο του 1973, οι σχέσεις μεταξύ του Προέδρου Μακάριου και των δικτατόρων άγγιξαν το ναδίρ. Ο Γρίβας, ο οποίος είχε επιστρέψει μυστικά στην Κύπρο το 1970, με τις ευλογίες της χούντας, για να ηγηθεί ενός παράνομου κινήματος [ΕΟΚΑ Β’] στην Κύπρο κατά της πολιτικής του Μακάριου, πέθανε στις αρχές του 1974, γεγονός που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο εκείνα τα στοιχεία της χούντας που επιδίωκαν να ανατρέψουν τον Αρχιεπίσκοπο.
Ένα κίνημα φανατισμού οδήγησε στο πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακάριου στις 15 Ιουλίου του 1974. Η Βρετανία αρνήθηκε να τηρήσει τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγγυήσεως, δίνοντας έτσι το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Ο Πρόεδρος Μακάριος επιβίωσε από το πραξικόπημα και φυγαδεύτηκε για ασφάλεια στη Μάλτα από τους Βρετανούς, οι οποίοι κατόπιν τον εμπόδισαν να επιστρέψει , ώστε να μην μπορέσει να παραστεί στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και να διασφαλίσει ένα εντονότερο ψήφισμα του ΟΗΕ που να ζητά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. 
Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου. Την ίδια μέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απαίτησε να τερματιστεί η ξένη στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Στις 23 Ιουλίου, μετά από κατάπαυση του πυρός, η χούντα της Αθήνας και οι πραξικοπηματίες στην Κύπρο έπεσαν από την εξουσία, και ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκος Κληρίδης, ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας, αποκαθιστώντας έτσι τη συνταγματική τάξη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ενώ η Τουρκία συνέχισε να εδραιώνει τις θέσεις της, και να προελαύνει, παρά την εκεχειρία, ξεκίνησαν στη Γενεύη πυρετώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Από τότε και στο εξής η βρετανική κυβέρνηση, μετά την αρχική αγανάκτηση που επέδειξε, ακολουθούσε την αμερικανική πολιτική, που ουσιαστικά βρισκόταν τότε στα χέρια του υπουργού Εξωτερικών και επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας Χένρυ Κίσσινγκερ.Αν και η διακυβέρνηση Κληρίδη είχε πλέον αποκαταστήσει τη νομιμότητα μετά το πραξικόπημα, και παρ’ όλο που το πρόσχημα για την τουρκική εισβολή ήταν πλέον ετεροχρονισμένο, η Τουρκία στη συνέχεια κατέλαβε σχεδόν το 37 τοις εκατό της Κύπρου με μία βάρβαρη, και μαζική, στρατιωτική επίθεση στα μέσα Αυγούστου.
 Πηγή Φωτογραφίας: https://el.wikipedia.org/wiki/

Επρόκειτο για θηριωδία
180.000 Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και εκτοπίστηκαν στο νότιο τμήμα του νησιού.
Άλλοι 20.000, που επιχείρησαν να παραμείνουν, υποχρεώθηκαν κι αυτοί επίσης να φύγουν τελικά: σήμερα, μόνο μια χούφτα κυρίως ηλικιωμένοι Ελληνοκύπριοι παραμένουν, υπό συνθήκες καταπίεσης, στη χερσόνησο της Καρπασίας.
Το 1983, η Τουρκία υποκίνησε τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» στην κατεχόμενη Κύπρο, προσθέτοντας και την απόπειρα απόσχισης στις υπόλοιπες πράξεις επιθετικότητάς της. Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε αυτήν την ενέργεια, με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να την κηρύσσει «νομικά άκυρη». Δυστυχώς, η τουρκική κατοχή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρά τα πολλά ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητούν την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και εποίκων.
 
 Πηγή φωτογραφίας: https://www.schooltime.gr
 
Τα συνεπακόλουθα
Η εισβολή –και ιδιαίτερα οι μυστικές διπλωματικές επαφές που οδήγησαν σε αυτήν– παραμένει ακόμη σκοτεινή υπόθεση, και η αμερικανική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί ότι το λιγότερο έχει ανεχθεί το πραξικόπημα στην Κύπρο και την
τουρκική εισβολή και κατοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κίσσινγκερ έγραψε αργότερα ότι το κυπριακό πρόβλημα επιλύθηκε το 1974, απηχώντας τα λόγια του Τούρκου πρωθυπουργού, Μπουλέντ Ετσεβίτ, που είχε διατάξει την εισβολή. Είναι επίσης αποκαλυπτικό ότι η αμερικανική κυβέρνηση συναίνεσε στην κατοχή περισσότερου από το ένα τρίτο της Κύπρου από την Τουρκία. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλλαχαν, είχε προειδοποιηθεί για τα τουρκικά σχέδια εισβολής και, μετά την τουρκική απόβαση, εξέφρασε ανησυχία για τα σχέδια της Τουρκίας να εδραιωθεί, και να καταλάβει το ένα τρίτο της Κύπρου. Ωστόσο, όταν αργότερα ερωτήθηκε από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Κύπρο, επέλεξε να αρνηθεί οποιαδήποτε προηγούμενη γνώση. Ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής, η Βρετανία θέλησε να εγκαταλείψει τις Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων (SBAs), έχοντας αναγνωρίσει δέκα χρόνια νωρίτερα ότι αυτές θα θεωρούνταν ολοένα και περισσότερο αναχρονιστικές από τη διεθνή κοινή γνώμη. 
 
Μετά την εισβολή, το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών θεώρησε ότι οι βάσεις αποτελούσαν πηγή αμηχανίας για τη Βρετανία και εξέτασε με τις Ηνωμένες Πολιτείες την ιδέα της εγκατάλειψής τους, απλώς για να του υποδειχθεί ότι αυτές
πρέπει να παραμείνουν βρετανικές. Ο Κίσσινγκερ, συγκεκριμένα, άσκησε πίεση στη βρετανική κυβέρνηση, περιγράφοντας την Κύπρο ως ένα σημαντικό κομμάτι στην παγκόσμια σκακιέρα, και τονίζοντας την άποψή του ότι η Κύπρος ήταν σημαντική στην αραβο-ισραηλινή διένεξη. Αυτό δεν αποτελούσε έκπληξη, καθώς ήδη από το 1957 είχε γράψει ότι η Κύπρος θα έπρεπε να αποτελεί προκεχωρημένη βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Κατ’ ιδίαν, το βρετανικό Υπουργείο
Εξωτερικών θεώρησε το συνολικό πακέτο της συνθήκης μάλλον επισφαλές νομικά, και μάλιστα παραδέχθηκε ότι η Βρετανία βρισκόταν σε θέση ισχύος χωρίς ευθύνη. 
 
Έτσι, τα συνεπακόλουθα της εισβολής υπογράμμισαν την επικινδυνότητα της συνολικής διχαστικής ρύθμισης του 1960. Τώρα, ωστόσο, με τα τουρκικά στρατεύματα να κατέχουν περισσότερο από το ένα τρίτο του νησιού, και με τη γεωγραφική θέση της Κύπρου να θεωρείται ακόμα σημαντική για
την αμερικανική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, ο μόνος δρόμος ήταν να δοθεί έμφαση στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις, όπως έπραξε ο Πρόεδρος Μακάριος, συμφωνώντας μάλιστα στις αρχές του 1977 με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, Ραούφ Ντενκτάς, σε μια δέσμη κατευθυντήριων αρχών στη βάση μίας ανεξάρτητης, αδέσμευτης και δικοινοτικής ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Αλλά το
καλοκαίρι του 1977, ο Μακάριος απεβίωσε. Η Τουρκία στο μεταξύ είχε εδραιώσει τη θέση της ενθαρρύνοντας τη μετανάστευση στην Κύπρο χιλιάδων παράνομων εποίκων, και καθυστερώντας την πορεία προς κάποια λύση. Η ιστορία των διαπραγματεύσεων έχει γεμίσει πολλά βιβλία, αλλά το κοινό θέμα που έχει προκύψει από αποχαρακτηρισμένα διπλωματικά έγγραφα είναι ότι η Τουρκία έχει εδραιώσει την κατοχή της στο βόρειο τμήμα της Κύπρου σε βαθμό που την κάνει πλέον περισσότερο από ποτέ απρόθυμη να παραχωρήσει οτιδήποτε που θα μοιάζει με το ελάχιστο που θα μπορούσε να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά ως βάση για διευθέτηση. Εάν κανείς προσθέσει σε αυτά την τακτική της τουρκικής κυβέρνησης να διασυνδέει τις διεκδικήσεις της επί κάποιων ελληνικών νησίδων και επί μέρους της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με τη θέση της στην Κύπρο, και αυτό το συνδέσει με τα στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, τότε δε θα δυσκολευτεί να καταλάβει για ποιο λόγο οι διαπραγματεύσεις είναι γεμάτες με τόσες δυσκολίες. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν τώρα 160.000 παράνομοι έποικοι στην κατεχόμενη Κύπρο, ξεπερνώντας ήδη τον αρχικό τουρκοκυπριακό πληθυσμό, ο οποίος έχει συρρικνωθεί περίπου στο μισό του αρχικού αριθμού των 116.000 εξαιτίας της μετανάστευσης, γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη ενδοτουρκικών εντάσεων. 

 

 
Εάν κανείς προσθέσει τις 43.000 των κατοχικών στρατευμάτων, γίνεται ξεκάθαρο ότι μία τεράστια δημογραφική ανισορροπία έχει προκληθεί τεχνητά στο νησί. 
Πέρα από τη συνεχιζόμενη κατοχή, υπάρχουν ακόμη περίπου 1.400 αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι, ενώ έχει συντελεστεί σημαντική πολιτιστική και περιβαλλοντική καταστροφή, ιδίως αρχαιολογικών χώρων, ναών και μοναστηριών. Πολύτιμα θρησκευτικά τεχνουργήματα και αρχαιολογικοί θησαυροί από την κατεχόμενη Κύπρο έχουν καταλήξει σε ξένες αίθουσες πλειστηριασμών και μουσεία, ενώ κάποια από αυτά επιστράφηκαν στην Κύπρο μετά από σκληρούς νομικούς αγώνες.