Ο τραυματισμός του 23χρονου Τάσου έσωσε 150 αστυνομικούς
Thursday 21/07/2022

Ο τραυματισμός του 23χρονου Τάσου έσωσε 150 αστυνομικούς

«Αεροπλάνα έκαναν βύθιση… καταιγισμός από ριπές»

Σχεδόν μισός αιώνας χαμένης πατρίδας. Μα είναι οι μνήμες όσων την έζησαν που δεν την αφήνουν να σβήσει. Δεν το επιτρέπουν για τα ασυγχώρετα λάθη μερικών. Το μοιρολόι ακόμη αντηχεί. Ο σπαραγμός της μάνας ακόμη και μέσα από τον τάφο τραντάζει τη γη γιατί την έθαψαν πριν μάθει για το παιδί της. Κάποιοι άλλοι γλίτωσαν από καθαρά θέμα τύχης κουβαλώντας όμως μνήμες πολέμου που δεν αφήνουν τη ψυχή ηρεμήσει όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει.

Μία τέτοια «πληγή» ανοίχτηκε και στη ψυχή του τότε 23χρονου Τάσου Οικονομίδη. Το καλοκαίρι του 1974 τον βρήκε στις τάξεις του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας Κύπρου. Το Σώμα που δημιούργησε η κυβέρνηση Μακαρίου για να πατάξει την παρανομία της ΕΟΚΑ Β’. «Αν και η έδρα μας ήταν στη Λευκωσία, δίπλα από το Αρχηγείο Αστυνομίας, η κατάσταση εκτραχύνθηκε και μας απέσπασαν σε διάφορες πόλεις. Δύο μήνες πριν από το πραξικόπημα ο λόχος μου μετακόμισε στην Αμμόχωστο. Μέναμε στα υποστατικά του εφεδρικού Αμμοχώστου, που ήταν περίπου στο κέντρο της πόλης, κοντά στην Αστυνομική Διεύθυνση. Απ’ εκεί δρούσαμε σε διάφορες πόλεις της Κύπρου».

Λίγο πριν από το πραξικόπημα, στις τάξεις της Αστυνομίας ένιωθαν ότι το τέλος πλησίαζε καθώς οι συλλήψεις ήταν πολλές και καθημερινές. «Όταν φθάσαμε στα πρόθυρα του πραξικοπήματος, η κατάσταση ήταν πάρα πολύ άσχημη. Νιώθαμε όμως ότι πλησιάζαμε στο τέλος. Θυμάμαι μέσα σε μία νύκτα είχαν συλληφθεί όλα τα μέλη του αρχηγείου της ΕΟΚΑ Β’ στη Λευκωσία».

Η εισβολή τους βρήκε… υπό κράτηση

Στα καθήκοντα του νεαρού Τάσου και των συναδέλφων του ήταν η φύλαξη της οικίας του Διονύση Μαλά, πατέρα του Σταύρου Μαλά, και συζύγου της πρώτης ξαδέρφης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

«Το βράδυ της 14ης Ιουλίου, μαζί με άλλους τέσσερις συναδέλφους μου, πήγαμε για φύλαξη στην οικία του Διονύση Μαλά. Ήταν Κυριακή. Η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη. Με βάση τα γεγονότα και την επιστολή που είχε στείλει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στον στρατηγό Γκιζίκη στην Αθήνα, αναμέναμε από ώρα σε ώρα να εκδηλωθεί πραξικόπημα. Όταν τελείωσε η βάρδια μας το επόμενο πρωί, πήγαμε στο θάλαμο να εναποθέσουμε τα όπλα για να ξεκουραστούμε. Τότε ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι ξεκίνησε το πραξικόπημα και ο Μακάριος ήταν νεκρός. Πήραμε και πάλι τα όπλα. Ο λοχαγός μας, ο Παπακώστας, εκείνη την ημέρα απουσίαζε στη Λευκωσία. Ήμασταν περίπου 150 αστυνομικοί και ενεργούσαμε υπό τις οδηγίες των αξιωματικών».

Η αρχή του τέλους είχε φθάσει. Τα «προεόρτια» της εισβολής είχαν ξεκινήσει. «Άρχισαν από απέναντι να ρίχνουν πυρά. Ανταποδώσαμε. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου παραδόθηκε. Μείναμε μόνο εμείς, οι 150 αστυνομικοί του Εφεδρικού. Με οδηγίες του λοχαγού μας από Λευκωσία, συνεχίζαμε. Αντισταθήκαμε τόσο πολύ, που ήρθαν τελικά τα τανκ και έβαλλαν εναντίον μας. Μέχρι και τις τέσσερις το απόγευμα συνέχιζαν. Είχαν ρίξει το μισό μπαλκόνι της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Δεν είχαμε πολλές επιλογές. Ή θα οπισθοχωρούσαμε ή θα παραδινόμασταν. Οι επικεφαλής λοχίες αποφάσισαν το δεύτερο. Ωστόσο δεν παραδοθήκαμε μαζί με τα όπλα γιατί το θεωρούσαμε ντροπή. Αφήσαμε τα όπλα, πήγαμε πεζή δίπλα στην Ανωτέρα Τακτική Διοίκηση και εκεί βρήκαμε όλους τους καταζητούμενους της Αμμοχώστου».

Στιγμές πολέμου. Εμφύλιου αλλά… πολέμου. Φοβήθηκαν, όπως εξομολογήθηκε, για τη ζωή τους. Εκεί ο Συνταγματάρχης τους συνεχάρη για την αντίσταση που επέδειξαν και ευχαρίστησε τον Θεό που δεν υπήρξαν θύματα. Αμέσως μετά τους οδήγησαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο όπου και φρουρούνταν.

«Αν και η συμπεριφορά, τόσο από τους στρατιώτες όσο και από τους καταζητούμενους, ήταν απαίσια, δεν επέτρεψαν να μας κακοποιήσουν. Μας φρουρούσαν μικροί στρατιώτες που κρατούσαν έμφορτα, οπλισμένα Sten. Είναι το πιο επιπόλαιο και επικίνδυνο όπλο. Μείναμε εκεί μέχρι το μεσημέρι. Μετά μας οδήγησαν στο Στρατόπεδο Καραόλος, στο Πειθαρχείο. Σε ένα μικρό χώρο, ίσα ίσα που χωρούσαμε. Κάρφωσαν τις πόρτες με τα σφυριά. Το βράδυ της ίδιας ημέρας μας άνοιξαν για να μας μιλήσει ένας αξιωματικός του στρατού. Ο τρόπος που μας μίλησε ήταν τόσο απαίσιος που λυπούμασταν που ήμασταν ακόμη ζωντανοί. Μας έδειχνε τη θάλασσα και μας έλεγε ‘εάν κάποιος αποφασίσει να δραπετεύσει, εδώ θα γίνει ο τάφος σας’».

Οι ώρες περνούσαν και το μόνο φαγητό που είχαν ήταν ένα καρβέλι ψωμί. «Μας υποσχέθηκαν ότι την επόμενη θα μας έφερναν φαγητό. Ωστόσο πέντε ημέρες που ήμασταν εκεί, ούτε τροφή, ούτε νερό μας έφεραν. Δε είχαν καν καταγράψει τα στοιχεία μας».

Η πληροφορία για εισβολή και η μεγάλη κινητοποίηση

Παρασκευή γύρω στις δέκα το πρωί, η κινητοποίηση εντός στρατοπέδου ήταν ασυνήθιστη. «Υπήρχε μεγάλη κινητικότητα τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε οχήματα. Καταλάβαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ρωτήσαμε τον φρουρό, ονόματι Αρτυματάς, τι συνέβαινε και μας είπε ότι υπήρχε πληροφορία ότι θα γινόταν εισβολή. Περίμεναν ότι θα γίνει αποβίβαση στην Αμμόχωστο. Δίπλα από το στρατόπεδο είχε θάλασσα και ανέπτυξαν εκεί αρκετά συστήματα πυροβολικού. Τη νύκτα, μας έδωσαν οδηγίες να μην έχουμε αναμμένο το φως και να φορούμε τα παπούτσια μας».

Γύρω στις έξι το πρωί, τα αεροπλάνα έκαναν την πρώτη επιδρομή στο στρατόπεδο. «Έριξαν δύο βόμβες στο στρατόπεδο και αποχώρησαν. Είχε ξεκινήσει το κακό. Τα πυροβόλα έριχναν βόμβες μέσα στην κλειστή περιοχή της Αμμοχώστου. Μέσα στα τείχη, ήταν τουρκοκυπριακή συνοικία. Φωνάζαμε να μας βγάλουν έξω. Αρνούνταν. Ήρθαν ξανά τα αεροπλάνα και έριξαν βόμβες. Κατά τις δέκα το πρωί, πρέπει να έγινε επιστράτευση, ήρθαν πολίτες μέσα στο στρατόπεδο και έσπασαν τις πόρτες και μας έβγαλαν έξω. Τότε μας έβαλαν στη γραμμή για να μας δώσουν οπλισμό. Καθοδόν έκαναν και πάλι επιδρομή τα αεροπλάνα. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Θυμάμαι όμως, ότι μπροστά μου είχε ένα μικρό όρυγμα που χωρούσε ένα άτομο. Αλλά ήταν τέτοιος ο πανικός που μπήκαμε μέσα τρεις αστυνομικοί».

Εξοπλίστηκαν με στρατιωτικά τυφέκια του 1940, τα οποία ήταν επαλειμμένα με γράσο και λόγω των καλοκαιριών θερμοκρασιών, δυσκολεύονταν να τα κρατήσουν. Τους δόθηκε και μία τελαμώνα με σφαίρες κι απ’ εκεί οδηγήθηκαν στην τουρκοκυπριακή συνοικία Σακάρια. «Ήταν μία μεγάλη τουρκοκυπριακή συνοικία έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Μας δόθηκαν οδηγίες να επιτεθούμε γιατί απ’ εκεί έβαλλαν έντονα. Θυμάμαι είχε ένα μπαλκόνι πριν την πύλη, ήταν ασυγκράτητοι. Όταν κάναμε επίθεση, γύρω στις 2 το μεσημέρι, τους καταβάλαμε. Αν και ήμασταν νηστικοί, βρίσκαμε δύναμη γιατί ήταν ‘ο σώζων εαυτό σωθείτο’».

«Τα αεροπλάνα έκαναν βύθιση και… καταιγισμός πυροβολισμών»

Από μάχη σε μάχη. Χωρίς ξεκούραση. Χωρίς τροφή. Χωρίς νερό. Επικοινωνία με τους δικούς τους καμία. Δε γνώριζαν αν ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Οι μέρες και οι ώρες δεν είχαν πλέον σημασία. Επόμενος σταθμός τους, το δάσος του Άη Λουκά στην Αμμόχωστο.

«Δε ξέρω πού ακριβώς είναι. Βρεθήκαμε εκεί, κάτω από τους μεγάλους ευκαλύπτους. Τα τουρκικά αεροπλάνα ωστόσο πάλι μας εντόπισαν. Εκεί έζησα μία πρωτόγνωρα τρομακτική εμπειρία. Βλέπαμε τα αεροπλάνα που ενώ ήταν ψηλά, έκαναν βύθιση προς εμάς και ξεκινούσαν ριπές. Τα βλήματα ήταν τεράστια. Καταιγισμός ριπών που δεν ήξερες αν θα καταλήξουν πάνω σου. Έκανε βύθιση, έριχνε, έφευγε και πάλι ξανά το ίδιο. Ευτυχώς, παρά τα αναρίθμητα πυρά, δεν υπήρξαν θύματα από το λόχο μας. Πιστεύω πως ένας από τους λόγους ήταν η καλή εκπαίδευση που είχαμε κάνει. Ξέραμε πώς να προστατευθούμε αλλά και να επιτεθούμε».

Η φύση ολόκληρη ζούσε τη φρίκη και τον τρόμο του πολέμου. Ανακαλώντας τη μνήμη ήρθε στο μυαλό του μία… σαύρα, που εκείνη την ώρα των πυροβολισμών, ξετρύπωσε τρομαγμένη από τον θάμνο και κάθισε στον ώμο του νεαρού Τάσου. «Φοβήθηκαν τα ερπετά, πόσο μάλλον οι άνθρωποι».

Το τηλεφώνημα, ο μικρόσωμος αξιωματικός και η ανάγκη για μπάνιο

Επιβίωσαν από μία ακόμη μάχη και το βράδυ τους βρήκε στις παρυφές της τουρκοκυπριακής συνοικίας, έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου.

«Πήγαμε για έλεγχο σε κάποιες επαύλεις. Μία εξ αυτών, αν δεν κάνω λάθος, είχε τη γαλλική σημαία άρα υπάρχει ενδεχόμενο να επρόκειτο για εξοχική κατοικία Πρέσβη. Στον προθάλαμο της έπαυλης υπήρχε τηλέφωνο. Ασυναίσθητα το πήρα και είδα ότι λειτουργούσε. Στα σπίτια μας τότε δεν είχε τηλέφωνα. Ήταν μόνο τα κοινοτικά που δύσκολα πετύχαινες κάποιο για να απαντήσει. Μου ήρθε, όμως, αναλαμπή ότι μία ξαδέρφη μου στη Λεμεσό είχε τηλέφωνο. Έψαξα βρήκα τον αριθμό της και την πήρα. Όταν απάντησε, την ενημέρωσα ότι ήμουν ζωντανός και ήμουν στην Αμμόχωστο. Της ζήτησα να μεταφέρει τα νέα μου στη μητέρα μου. Περίπου τρία χρόνια πριν, είχε πνιγεί ο αδερφός μου σε θάλασσα στην Πάφο άρα αντιλαμβάνεστε σε τι κατάσταση βρισκόταν η μητέρα μου. Μεγάλο δράμα. Πέρασε πολύς καιρός για να μάθουν νέα μας».

Εκείνο το βράδυ έμειναν στην παραλία. Απέναντι η εικόνα απόκοσμη. «Θα μου μείνει αξέχαστο. Καιγόταν ο Πενταδάκτυλος, σα μία λαμπάδα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, γεμάτη σκόνη και στάχτη. Το πρωί μας έβαλαν και πάλι στα καμιόνια και μας μετέφεραν έξω από τη Λύση, σε ένα τουρκοκυπριακό χωριό, τη Σίντα. Οι εικόνες που αντικρίσαμε ήταν μαχαίρι στην καρδιά. Στη Μεσαορία είχαν καεί όλα τα σπαρτά και οι κάμποι. Δεν έβλεπες από τον καπνό και τη στάχτη. Ο κόσμος έκλαιγε. Ήταν τόση πολύ ζέστη αλλά δεν είχαμε ούτε λίγο νερό. Σε κάποια στιγμή πέσαμε σε μποτιλιάρισμα και σταματήσαμε. Τότε ο κόσμος μας έφερνε νερό. Από μία μπουκάλα μπορούσε να πιούμε δέκα άτομα. Όταν φτάσαμε στη Σίντα γινόταν χαμός. Δεχθήκαμε πολλά πυρά. Το ευτύχημα ήταν πως στην περιοχή είχε πολλά αυλάκια, ίσως επειδή πότιζαν, και μπαίναμε μέσα για να προστατευτούμε. Τα αεροπλάνα έριχναν βόμβες αλλά είχαμε κάλυψη. Κοντά μου είχε δίπλα δύο φορτηγά με βλήματα και κάτω ήταν μία ομάδα πυροβόλου με έναν μικρόσωμο αξιωματικό του στρατού. Έκανε βύθιση το αεροπλάνο αλλά ο αξιωματικός στεκόταν και έδινε εντολή για πυρ. Σκεφτόμουν ότι αν πέσει μία σφαίρα στα βλήματα θα χανόμασταν όλοι. Αλλά αυτός δεν φοβήθηκε και στεκόταν εκεί και έδινε οδηγίες. Για δύο τρεις ώρες τα πυρά ήταν συνεχόμενα. Μετά ήρθε μήνυμα ότι συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός».

Άλλο ένα βράδυ κάτω από τον ουρανό της Αμμοχώστου που μύριζε θάνατο και καμένο. Χρόνος για σκέψη, δεν υπήρχε. Πρώτιστη ανάγκη η επιβίωση. Παρόλα αυτά οι μέρες περνούσαν και στα κορμιά τους κουβαλούσαν τον ιδρώτα της μάχης και των κακουχιών. «Δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να ανακουφιστώ με ένα μπάνιο. Πήρα ένα λάστιχο από τις ανεγειρόμενες οικοδομές και πλύθηκα για να αισθανθώ κάπως καλύτερα. Όταν ρωτήθηκα από έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, αν δεν κάνω λάθος, τον Τάσο, αν θέλω να μου φέρει κάτι από σπίτι του, ζήτησα καθαρά εσώρουχα. Είναι κάτι που φαντάζει μηδαμινό στην καθημερινότητα μας, κάτω όμως από τέτοιες συνθήκες φάνταζε πολυτέλεια».

Ο τραυματισμός που αποδείχθηκε σωτήριος

Μετά από μία με δύο ημέρες, μετακινήθηκαν στην Κυθραία. Μαζί τους και περίπου τετρακόσιοι πολίτες. Έφθασαν σε μία μονάδα στρατού και απ’ εκεί τους δόθηκαν οδηγίες να μεταβούν πεζή στην τοποθεσία Συγχαρί. «Ήταν μία απόσταση περίπου δεκαπέντε μίλια, ορεινή περιοχή. Ξημέρωσε για να φτάσουμε. Ψυχολογία; Ήμασταν όλοι ράκος. Κανείς δε μιλούσε. Όταν μας παρέλαβαν, μας μίλησαν λοχαγοί και υπολογαχοί, και μας είπαν ότι σε κοντινή απόσταση ήταν οι Τούρκοι και έπρεπε να κάνουμε ορύγματα για να ανταποδίδουμε τα πυρά προστατεύοντας παράλληλα και τους εαυτούς μας. Δε μπορείς να φανταστείς σε τι πανικό βρισκόμασταν. Ήμασταν σαν το αγρίμι που προσπαθεί να προστατεύσει τη ζωή σου. Εκεί είχα δει και δύο με τρία στρατιωτικά Land rover, μέσα στα οποία υπήρχαν νεκροί στρατιώτες. Τους περισυνέλλεγαν το βράδυ γιατί τη μέρα ήταν αδύνατο».

Λόγω της κατάστασης του εδάφους η δημιουργία ορυγμάτων ήταν δύσκολη και το σκοτάδι δυσχέραινε ακόμη περισσότερο το έργο τους. «Ήμουν μαζί με έναν συνάδελφο μου, ονόματι Βελιντζέλο από την Αμμόχωστο, από τότε δεν τον έχω ξανά συναντήσει. Μου είπε να χτίσουμε κάτι σαν οχυρό με πέτρες αντί για ορύγματα. Ξεκινήσαμε. Σε κάποια στιγμή βρήκε μία μεγάλη πέτρα και μου είπε, να τη μετακυλήσουμε σιγά-σιγά καθώς θα βοηθούσε αρκετά. Πράγματι έτσι ήταν. Μετακινώντας όμως την πέτρα, λόγω και του εδάφους, μας έφυγε και έλιωσε το δεξί μου χέρι. Από τον πόνο λιποθύμησα. Είχα πολύ αιμορραγία και αποφάσισαν να με στείλουν, μαζί με έναν υποδεκανέα, πίσω στην Κυθραία για να με περιθάλψουν. Περπάτησα τραυματισμένος πολλά χιλιόμετρα μέχρι να φθάσουμε στο δημοτικό σχολείο της Κυθραίας, όπου είχε μετακομίσει, λόγω πολέμου, το νοσοκομείο της Κερύνειας. Εκεί η νοσοκόμα μου είπε ότι δεν είχαν τα κατάλληλα μέσα για να με περιθάλψουν και μου χορήγησε κάτι για να με τονώσει και την επομένη θα με έστελναν, όπως μου ειπε, στο νοσοκομείο Λευκωσίας».

«Στάθηκε δίπλα μου και μου είπε κρυφά να φύγω γιατί θα με σκοτώσουν»

Άλλος Γολγοθάς ξεκινούσε το πρωί της επόμενης ημέρας για το νεαρό Τάσο. Γύρω στις οκτώ μπήκε στο στρατιωτικό αυτοκίνητο και τον μετέφεραν τελικά στην έδρα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας Κύπρου (ΕΣΑΚ).

«Ήξερα ότι εκεί ήταν το αρχηγείο της παρανομίας. Παρόλα αυτά δεν είπα τίποτα, θεώρησα πως πόλεμος είναι, όπου με πάρουν θα με περιθάλψουν. Σε κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω ρίγος από την αιμορραγία και στάθηκα στον ήλιο για να ζεσταθώ μέχρι να με πάρουν το νοσοκομείο. Έγινε περίπου δέκα η ώρα αλλά ακόμη τίποτα».

Κρατώντας το τραυματισμένο του χέρι ανέμενε καρτ