«Με λεπτές κλωστές κι υφάδια»
«Δέσποινα, Παναγία μου!!!»
Είχαμε αγρυπνία ψες!
Εννέα η ώρα μέχρι τις δώδεκα και κάτι!
Πέρασα την διπλή ξύλινη πόρτα της Ιεράς Μονής, κρατώντας μες τα χέρια μου τα δώρα μου κι αμέσως Την αντίκρυσα μπροστά μου!
Μέσα σε μιαν λευκή πουπουλένια νεφέλη, αρχοντική και επιβλητική να εικονίζεται κρατώντας την Αγία Της Ζώνη μεσ´ στα χέρια Της, γαλήνια, στοργικά μας γλυκοχαμογελούσε!
Εναπόθεσα τα δώρα μου στο παρακείμενο των προσφορών τραπέζι και γονάτισα ευλαβικά εμπρός Της!
«Ήλθα Παναγία μου! Δοξασμένο το όνομα Σου και η χάρη Σου!»
Της είπα με συγκλονισμό μες την ψυχή μου!
Της άφηνα συνάμα κι όσα την ψυχή μου μαράζωναν, ονόματα φίλων που πονούν, ασθενών, πονεμένων.
Έφερε την Ζώνη της και την ακούμπησε επάνω στο κεφάλι μου όπως ο Πνευματικός Πατέρας μου κάθε που το δικό του πετραχήλι στο κεφάλι μου εναποθέτει σε κάθε της Ιεράς Εξομολόγησης, μυστήριο!
Έμεινα γονατιστή κι ήσυχα σιωπηλή κάτω εμπρός Της όσο πιο πολύ ώστε να ακούσω κάθε λέξη Της, κάθε βαλσάμικη ευχή Της!
« Εις ίαση ψυχής και σώματος!
Χρόνια σου πολλά με υγεία κόρη μου!»
Το είπε! Με εκείνη την ανάλαφρη φωνή τη μητρική Της, γλύκα στοργή και χάδι στην χροιά!
Κι αφέθηκα να ιαθεί κάθε ρανίδα και κάθε μου κύτταρο! Ευλογημένα η παρουσία Της μέσα στην ζωή μου!
Αργά το σήκωσα ευλαβικό το βλέμμα και Την κοίταξα! Της φίλησα, της ασπάστηκα το χέρι με το οποίο με ευλόγησε!
« Αξίωσε με να σε φτάσω Παναγία μου! Στις αρετές! Στην καλοσύνη Σου! Στην μεγαλοψυχία Σου! Στην στοργή και στην αγάπη Σου και στα χαρίσματά Σου!»
Με το στοργικό της βλέμμα απαντά! Και με το γλυκό χαμόγελό Της! Μία-μία οι καρδιές γονατούν μπροστά Της! Παίρνουν την ευλογία Της! Ξαναγενιούνται!
Πήρα την θέση μου κάπου πολύ κοντά της μπροστά και κάπου απέναντί Της!
Κοιτούσα κάθε Της κίνηση ποσό στοργικά κι ακούραστα, με την ίδια θερμή και αγάπη για όλους έφερνε το χέρι της και ακουμπούσε την Ζώνη Της στου καθενός μας το κεφάλι!
Το δικό της πρόσωπο μόνο και κανενός πιστού! Διακριτικά μην ενοχλήσω την δίκη τους μυστική συνομιλία! Ατένιζε για λίγο το βλέμμα Της μέχρι την είσοδο καλοσωρίζοντας κι όσους εισέρχονταν ακόμα! Με την ίδια στοργή με την ίδια αγάπη!
Οι καρδιές γονατούσαν σκυθρωπές και ορθώνονταν αναστημένες! Από το άγγιγμα Της και μόνο! Από την ευλογιά Της και από την ευχή Της!
Μπήκαν και καρδιές χαρούμενες πολύ, από την πόρτα Της!
«Και για αυτούς να προσεύχεσαι! Οι σκυθρωποί είναι αδύναμοι από όσα τους βασανίζουν! Μα είναι ζυμάρι εύπλαστο που θέλει μόνο αγάπη! Τους γελαστούς να χεις έγνοια περισσότερο! Γιατί τόσο πήραν τα πάνω τους που νόμισαν πως αξιώθηκαν πάνω κι από το Θεό! Εισέρχονται στην Μόνη της Παναγίας, γελώντας και μη έχοντας επίγνωση που μπαίνουν»
Τέτοια μου ψιθυρίζει η Γερόντισσα κάθε φορά που όπου κι αν καθίσω έρχεται και κάθεται κοντά μου!
Μες τα δικά της χέρια της γερόντισσας φθαρμένο κόμπος-κόμπος έδειχνε το κομποσκοίνι, η ζώνη της η μοναστική, της προσευχής και της συγχώρησης, μοιαστό με αυτό της Παναγίας!
« Έχετε δίκιο!» Της είπα χαμηλόφωνα
Έχουν έναν αέρα παραπάνω! Αλλά μην σκανδαλίζεστε! Μην μπαίνετε στον πειρασμό να κρίνετε! Καθένας έχει το δρόμο του που πρέπει να διανύσει! Άλλος μαθαίνει γρηγορότερα! Άλλος περπατάει αργά κι άλλος τρέχει! Μένουμε πίσω, προσπερνάμε, σκουντουφλάμε, σηκωνόμαστε...μα ο δρόμος όλων μας καταλήγει στον ίδιο προορισμό»
Έφερε το χέρι της και το έβαλε πάνω στο δικό μου! Κούνησε αργά το κεφάλι συναινετικά.
Εστίασα και πάλι όλη την προσοχή μου στα μάτια της Παναγίας μου! Χαμήλωνε το βλέμμα στοργικά σε όποιον πιστό γονατούσε μπροστά Της να την προσκυνήσει! Έφερνε το χέρι Της κι ακουμπούσε την Τιμία Ζώνη Της επάνω στον καθένα μας! Την είδα μια στιγμή να παίρνει μια ανεπαίσθητη έκφραση στεναχώριας! Δευτερόλεπτα μόνο! Και χαμογέλασε πάλι! Κάτι θα την λύπησε! Μα δυο στιγμές της πήρε μόνο! Έκλεισε τα μάτια Της και προσευχήθηκε! Έφερε και τα δυο της χέρια πάνω στο κεφάλι του πιστού! Κι αυτός φωτίστηκε και έλαμψε! Σαν ήλιος φωτεινός μπροστά μας!
« Κομμάτια ήμουνα» μας είπε όταν σηκώθηκε κι ήλθε και κάθισε στον σκαμνί ακριβώς μπροστά μας!
«Δοξασμένον το όνομάν Της! Έγιανα!»
Του χαμογέλασα!
«Να αξιώνεσαι πάντοτε» του είπα και τον ακούμπησα στον ώμο
«Εγύρισα όλους τους γιατρούς, κανείς δεν έβρισκε τι έχω! Τα φάρμακα που πήρα, κανένας δεν τα πήρε! Μόλις εγονάτισα μπροστά Της, κουτσός τζαι στο σώμαν κουτσός και στην ψυχή μου, έγιανεν με! Γιατρεύτηκα! Ελάφρυνση! Μόνον είπα της τον πόνον μου! Κι ότι ακουμπώ την ελπίδα μου πάνω Της!»
Εκούμπησεν την Ζώνην Της πάνω μου κι ευθύς έγιανεν με!»
Κατάφερα να ψελλίσω μόνο την ευχή
«Χρόνια σου πολλά και ευλογημένα κοντά στην Παναγία μας!»
Με συγκίνησε το αποτέλεσμα της βαθιάς του πίστης και ελπίδας!
«Να σας ρωτήσω κάτι;
Γίνεται να κοινωνήσω κι εγώ;»
Γύρισε πάλι πίσω και μας ρώτησε
«Ποτέ στη ζωή μου δεν εξομολογήθηκα μου ούτε εκοινώνησα αλλά τώρα κάτι ένοιωσα κάτι ωραίο και θέλω κι εγώ να κοινωνήσω!»
Πήγε να απαντήσει η Γερόντισσα! Πάνω στην εισπνοή της την πρόλαβα πριν τον πειθαρχήσει! Έφερα εγώ το χέρι μου διακριτικά, στοργικά με σεβασμό επάνω στο δικό της!
«Επιτρέψετε μου, Γερόντισσά μου» της είπα όσο πιο στοργικά! Και γύρισα πάλι την προσοχή μου σε εκείνον δείχνοντας του την Παναγία μας μπροστά του
«Δικός Της καλεσμένος είσαστε! Και ήδη σας προσκάλεσε κοντά Της! Πάρτε την ευχή Της και να κοινωνήσετε!»
«Μα που ποτέ μου δεν εξομολογήθηκα!»
«Θα μας σταυρώσει όλους μας ο ιερέας μας αργότερα με Άγιο Ευχέλειο και με την ευχή του και θα ιαθεί κάθε αμαρτία. Κι αφού διψάς να κοινωνήσεις καλεσμένος στο επίσημο δείπνο της Παναγίας μας απόψε, θα κοπιάσεις!»
Με κοίταξε η Γερόντισσα ερευνητικά στα μάτια!
Έφερα το χέρι μου εγώ μες το δικό της!
«Μπορεί να είναι ο Θωμάς, Γερόντισσά μου, μπορεί να έφτασε στην Κοίμησή Της τελευταίος μα σε εκείνον εμπιστεύθηκε την Αγία Ζώνη Της!
«Παναγία μου, πού πηγαίνεις;»
Θυμάστε τι την ρώτησε κι εκείνη ενώ ανέβαινε στα ουράνια άφησε μες τα δικά του χέρια τη δική της ζώνη την Υφαντή!»
«Και που δεν ερχόμουνα τόσον καιρόν εκκλησίαν δεν πειράζει;»
« Ήλθες απόψε» τον καθησύχασα
« Μα έφαγα πριν έλθω”
Τυρρανιόταν με μικρές αναστολές και ανησυχίες!
« Ησυχάστε! Πηγαίνετε να πάρετε την ευλογία Της και ό, τι σας φωτίσει η Μάνα μας η Πνευματική να κάνετε!
Έφερε το χέρι του και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς του σε μιαν έκφραση που έλεγε ευχαριστώ
Του χαμογέλασα καθησυχαστικά.
«Στην Παναγία μας!» Του είπα
«Δικός της καλεσμένος είστε!»
Λίγο μετά βγήκαμε για λιτανεία
« Πού πάμε;» Με πρόφτασε κι έκανε άλλην μια ερώτηση
«Όπου πάει η Παναγία μας» του απάντησα! Την ακολουθούμε! Ακολουθούμε τα βήματά Της! Της δείχνουμε πως ακόμα και τον γύρο του κόσμου να κάνουμε, όπου κι αν πάμε τα δικά Της βήματα θα ακολουθούμε με προορισμό το σπίτι του Θεού μας, την εκκλησία μας!
Απλά, ενθαρρυντικά! Αυτό χρειαζόταν η ψυχή του να ακούσει! Πολλά καινούρια πράγματα μαζεμένα θα τον σύγχυζαν! Κι ήταν ήδη ένας κουρασμένος από τις αρρώστειες άνθρωπος! Κι η Παναγία τον φώτισε να έλθει σπίτι Της!
Σημασία έχει ότι ήλθε! Και γιατρεύτηκε!
«Εν θαύμα τούτον που ζω!»
Μας είπε πάλι!
Κούνησα πάλι το κεφάλι μου κάνοντας του νόημα να περάσει κάτω από την εικόνα, να προσκυνήσει το Ευαγγέλιο, να πάρει την ευχή του ιερέα!
« Ένοιωθα ήνταλως να σου το πω κομμένος, τα γόνατά μου! Παραπάνω την καρδίαν μου, σιήλια κομμάθκια! Μαράζια πολλά! Προβλήματα πολλά! Εφύαν ούλλα μόλις εγονάτισα μπροστά Της!
«Έχουν στοργή τα χέρια Της! Τον ίδιο τον Χριστό μας μεγάλωσε! Κι όπου η καρδιά είναι κομμάτια, με λευκές κλωστές και υφάδια την κεντά! Και αισθάνεσαι ωραία! Αισθάνεσαι χαρά! Δυνατός! Μπορείς να πετύχεις τα πάντα!»
Εισήλθαμε πάλι στο Ναό!
Έφτασε η ώρα της Θείας Κοινωνιας!
Σε όλα του τα βήματα προς την Θεία Κοινωνία, μόλις λίγο μπροστά από ´ μένα τον άκουγα να σιγοψέλνει:
« Τον νυμφώνα Σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον, και ένδυμαν ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτό! Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής Ζωοδότα και σώσον με! Άκουσα το, το Πάσχα όταν ήμουν μωρόν...»
Το έψελνα χαμηλόφωνα μαζί του...
«Χρόνια πολλά! Καλωσόρισες! Άξιος πάντοτε!»
Κι ήταν το ίδιο λαμπερός και φωτισμένος από όταν τον ευλόγησε η ίδια η Παναγία μας!
Κι ας μπαίνουν όσες καρδιές θέλουν άλλες γελαστές κι άλλες χαρούμενες, σκυθρωπές, απογοητευμένες, απειθάρχητες! Στην Μάνα την πνευματική τους έρχονται! Εκείνη μόνον ξέρει...
Δέσποινα Αικατερίνης Ανδρέα Τενίζη