Ο οικιακός εξοπλισμός τη δεκαετία του 50'

Ο οικιακός εξοπλισμός τη δεκαετία του 50'

Τα χρόνια πέρασαν και οι οικιακές συσκεύες αποτελούν μία ακόμη περίτρανη απόδειξη ότι η τεχνολογία εξελίχθηκε, αλλά και θα συνεχίζει να εξελίσσεται αλματωδώς. Πάμε λοιπόν να θυμίσουμε στους παλιότερους, αλλά και να γνωρίσουμε στους νεότερους τον οικιακό εξοπλισμό του παρελθόντος. 

Το πλυντήριο της γιαγιάς. Πιο συγκεκριμένα, ήταν μία ξύλινη ή από λαμαρίνα σκάφη, στην οποία υπήρχαν μέσα διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Θεωρούταν από τις σκληρότερες δουλειές μίας νοικοκυράς (όταν δεν υπήρχαν δούλες ή παραδουλεύτρες), καθώς έκαναν τη μπουγάδα με το χέρι και με το κοινό πράσινο ή άσπρο σαπούνι. Πολλές φορές η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μιας και τα περισσότερα σπίτια δε διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν αποτελούσε μία καθημερινή συνήθεια. 

Το παραδοσιακό σίδερο "Βαποράκι" με κάρβουνο. Οι περισσότερες περιοχές συνδέθηκαν με ηλεκτρικό δίκτυο τη δεκαετία του 70', επομένως οι νοικοκυρές δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα παραμόνο το βαποράκι. Το βαποράκι λειτουργούσε καίγοντας ξυλοκάρβουνο, το οποίο τοποθετούνταν εσωτερικά του σκεύους και θέρμαινε τη πλάκα.

Η βρυσούλα ή αλλιώς μία εγκατάσταση παροχής τρεχούμενου νερού, η οποία χρειαζόταν συνεχώς να γεμίζει από τη στάμνα ή άλλο σκεύος. Οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν τη βρυσούλα για το πλύσιμο των πιάτων, των χεριών και του προσώπου.

Το φανάρι ή κλουβί αποτελούσε το μέσο φύλαξης ευπαθών τροφίμων (κρέας, τυριά κτλ) για μικρό χρονικό διάστημα. Ήταν κρεμασμένο είτε έξω στην αυλή, είτε στην οροφή της κουζίνας και συνήθως ανεβοκατέβαινε με σχοινί περασμένο σε τροχαλία. Είχε μεταλλικό ή πλαστικό σκελετό, γύρω - γύρω καλυπτόταν με σίτα και ήταν τόσο ελαφρύ, ώστε να μπορεί να κρέμεται χωρίς δυσκολία. Στη μπροστινή του όψη είχε μία πόρτα και δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα. Τις περισσότερες φορές το κρεμούσαν στις βορινές βεράντες απλά για να είναι δροσερά τα τρόφιμα από τον αέρα και για να αποφεύγουν τη σκόνη, την υγρασία, αλλά και ανεπιθύμητες επισκέψεις εντόμων, τρωκτικών και γατών. Σχεδόν όλο το περίσσευμα του φαγητού φυλάσσονταν στο εσωτερικό του, ακόμα και μέχρι την επόμενη ημέρα. Το φανάρι αντικατέστησαν τα ψυγεία με τον πάγο σε μορφή παγοκολώνας, που προμήθευε καθημερινά ο παγοπώλης της γειτονιάς.

Γκαζιέρα και καμινέτο. Το μαγείρεμα γινόταν σε γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο. Ήταν πολύπλοκα εργαλεία, στα οποία οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν τον αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου για να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά τα δοχεία βούλωναν και για να τα ξεβουλώσουν χρησιμοποιούσαν ειδικά βελονάκια για το καθαρισμό τους. 

Υπήρχαν και οι φουφούδες, μία κατασκευή που έμοιαζε με το μαγκάλι, αλλά είχε σχάρα για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές και τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα, τα οποία έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωτοαέριο και δε χρησιμοποιούσαν αυτού του τύπου τις συσκευές.

Λάμπα πετρελαίου. Οπουδήποτε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχε μία λάμπα με ένα φυτίλι,όπου η μία της άκρη ήταν μέσα στο δοχείο, που περιείχε πετρέλαιο. Σηκώνοντας το φυτίλι με το χερισμό μίας ροδέλας δυνάμωνε η ένταση του φωτός. Ωστόσο, υπήρχε ο κίνδυνος να σπάσει αν έπιανε πολύ υψηλούς βαθμούς θερμοκρασίας.

Μαγκάλι ή πύραυνος. Τη δεκαετία του 50' το μέσο σπίτι δε διέθετε κεντρική θέρμανση. Η θέρμανση με το μαγκάλι ήταν φθηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Για αυτό το λόγο, το τοποθετούσαν στη μέση του δωματίου με τα ξυλοκάρβουνα και τον πυρήνα (μία σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Αυτό δημιουργούσε μία χόβολη, μέσα στην οποία έψηναν καφέ. Επάνω από το μαγκάλι έψηναν κρεατικά ή φέτες με ψωμί. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως τα ξυλοκάρβουνα κάποιες φορές καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση του μονοξειδίου του άνθρακα και τη δημιουργία αποπνικτικής ατμόσφαιρας που μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και την απώλεια ανθρώπινων ζωών.

Αυτά ήταν μερικά από τα οικιακά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τα νοικοκυριά κατά τη δεκαετία του 1950. Μέχρι πού ακόμη άραγε θα μπορέσει να φτάσει η τεχνολογία;