Όταν η αισθητική εποπτεία ανατρέπεται από τη λογική γνώση
Ο νους σχεδιάζει αισθητικά το περίγραμμα μιας ιδέας, έπειτα το επεξεργάζεται λογικά, και τέλος το εφαρμόζει
Διατρέχοντας την ιστορία του πνεύματος, διαπιστώνουμε ότι κάθε εποχή συνδέεται με υπερβάσεις που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: όλες είναι αποτελέσματα νόησης και βούλησης, δηλαδή ποιότητες συνειδητές: ο νους σχεδιάζει αισθητικά το περίγραμμα μιας ιδέας, έπειτα το επεξεργάζεται λογικά, και τέλος το εφαρμόζει. Η εφαρμογή, η πράξη, είναι το όριο μίας σειράς νοητικών λειτουργιών, οι οποίες βρίσκονται προσανατολισμένες προς τον σκοπό της αποκάλυψης των ορίων της πραγματικότητας.
Πέρα από την αποτελεσματικότητά του, ο σκοπός, όπως και κάθε τι πρακτικό, εμπεριέχει το ηθικό στοιχείο: οι αρχές της ηθικής συνηγορούν πάντα προς το αγαθό -όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιταλός φιλόσοφος Benedetto Croce-, προς ό, τι παράγει «έργα αγάπης, ομορφιάς, κοινής ωφέλειας». Η διαλεκτική σχέση μεταξύ λογικού και βουλητικού-ηθικού μέρος της ψυχής μας, εκδηλώνεται καθολικά, ως πρόοδος. Θα μπορούσαμε να δηλαδή να ορίσουμε την πρόοδο ως εφαρμοσμένη λογική, με βάση προδιαγεγραμμένους σκοπούς. Αυτός ήταν πάντοτε ο εμπειρικά αναγνωρισμένος δρόμος αποσαφήνισης των όρων της πραγματικότητας. Ένας δρόμος καθαρός, χωρίς εμπόδια, γεμάτος προκλήσεις για νεωτερισμούς προς χάριν του Ανθρώπου και του πολιτισμού. Ας σταθούμε ωστόσο, στο ζήτημα της εμπειρίας: τι σημαίνει «εμπειρικά αναγνωρισμένος» δρόμος, για το πνεύμα;
Η εμπειρία είναι η στέρεη βάση των λογικών προβλέψεων και της βουλητικής πρακτικότητας, δηλαδή της ίδιας της ηθικής. Παρατηρώντας τα φαινόμενα αποκτούμε όχι μόνο τη γνώση αυτών, αλλά και γνώση της λειτουργίας της διασκεπτικής ενέργειάς μας. Είναι, ωστόσο, οι δυνάμεις που εκδηλώνονται στο νου μας, διασκεπτικά και βουλητικά, εναρμονισμένες μεταξύ τους; Με άλλα λόγια είναι οι λογικές γνώσεις που αποκτώνται από τις εμπειρίες, προσανατολισμένες προς τις επιδιώξεις της ηθικής σκοποθεσίας και αντίστροφα;
Ας θέσουμε παράλληλα δύο παραδείγματα επιστημονικού θριάμβου: τη διακρίβωση του τρόπου κίνησης των ουράνιων σωμάτων του ηλιακού μας συστήματος γύρω από τον ήλιο και την απόδειξη της εξελικτικής θεωρίας στη βιολογία. Αν και τα δύο παραδείγματα αποτελούν άξια λογικά σημεία αναφοράς, εντούτοις, σε πολιτισμικό επίπεδο, τόσο η θεωρία για το ηλιοκεντρικό σύστημα, όσο ο Δαρβινισμός, αμφισβητήθηκαν και εμποδίστηκαν από βουλήσεις που προέβλεπαν ότι η αποδοχή των θεωριών αυτών θα ήταν ικανή να διαταράξει τη πολιτισμική συνοχή. Διακρίνουμε επομένως εδώ, δύο ειδών σκοπούς: το σκοπό της λογικής παρατήρησης και απόδειξης, και το σκοπό της κοινωνικής ωφέλειας, του πολιτισμού. Σημειώνουμε εδώ, ότι είναι περιττό να μιλήσουμε για τον θρίαμβο της επιστήμης επάνω στην παράδοση, την πολιτισμική κληρονομιά, όσον αφορά στο επίπεδο της λογικής γνώσης.
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η εμπειρική πορεία που διαγράφει το πνεύμα, όπως μέχρι σήμερα γνωρίζουμε: ο νους συλλαμβάνει αισθητικά-ενορατικά μία ιδέα, ως μορφή, ως περίγραμμα, ενώ στη συνέχεια θέτει το αισθητικό αποτέλεσμά της, την ενορατική γνώση, στη διάθεση της λογικής ανάλυσης. Σε ολόκληρο το φάσμα της διεργασίας αυτής, η βούληση, η σκοποθεσία, κατευθύνει τη λογική με βάση τα όρια που η ίδια έχει θέσει ως αρχή. Οι βουλήσεις, η ηθική, απέναντι στις επιβεβαιωμένες λογικές κρίσεις, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούνται a priori σύμφωνες μεταξύ τους, εξαιτίας των διαφορετικών σκοπιμοτήτων που τις κινητοποιούν. Τι γίνεται ωστόσο, όταν οι αρχές του πνεύματος, με βάση τη σειρά που περιγράψαμε, ανατρέπεται, σε σημείο όπου η αισθητική γνώση, όχι μόνο να μην προηγείται της λογικής, αλλά να μην μπορεί να βρει καμία θέση μέσα σε αυτή;
Όταν μιλάμε για εμπειρία, μιλάμε για γνώσεις -αισθητικές και λογικές- που προσλαμβάνει και επεξεργάζεται ο νους μας μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον τριών διαστάσεων. Ο τρισδιάστατος χώρος, περιλαμβάνει τα αισθητά και τις μεταβολές, την κίνησή τους, που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε «φαινόμενα». Οι νόμοι των φαινομένων, δεν είναι παρά οι νόμοι της παρατήρησής μας, με γνώμονα τον τρισδιάστατο χώρο και ορισμένες βασικές αρχές, οι οποίες, σε επίπεδο ανθρώπινης καθημερινότητας, μας φαίνονται αδιαπραγμάτευτες: η εναλλαγή ημέρας-νύχτας, η εναλλαγή των εποχών, η πορεία του χρόνου προς τα εμπρός, αποτελούν παραδείγματα εμπειριών που όλοι μας αναγνωρίζουμε και μάλιστα βασιζόμαστε σε αυτά προκειμένου να προδιαγράψουμε τις ζωές και τα έργα μας. Το γεγονός ότι η ημέρα και η νύχτα ως αποτέλεσμα της περιοδικής κίνησης της Γης γύρω από τον άξονά της, αποτελούν φαινόμενα που μπορούν να διαταραχθούν πολύ εύκολα με μία εναλλαγή στο χωροχρονικό συνεχές του σύμπαντος -π.χ. με την πρόσκρουση ενός αστεροειδούς- δεν μας απασχολεί, γιατί οι παρατηρήσεις μας προβλέπουν ότι ένα τέτοιο συμβάν τοποθετείται πέρα από τα προσδοκώμενα χρονικά όρια των λογικών σκοπών. Η εμπειρία δηλαδή της παρατήρησής μας προς αυτή την κατεύθυνση, μας διαβεβαιώνει ότι ένας ενδεχόμενος κίνδυνος τέτοιου είδους, αναφέρεται μεν στην περιοχή του χώρου που μας αφορά, από την άλλη μεριά όμως, δεν συμπίπτει χρονικά με τον ορίζοντα που η εμπειρία μας έχει θέσει ως σημείο αναφοράς του ενδιαφέροντός της. Με τον τρόπο αυτό η λογική θέτει φραγμό στη βούληση να διατρέξει την εμπειρία για έναν τέτοιο σκοπό.
Έτσι λοιπόν, λειτουργεί η νόηση και η βούληση: επιλεκτικά, με βάση όρια που θέτει η λογική, τόσο σε επίπεδο σκέψης, όσο και σε επίπεδο πράξης. Επανερχόμαστε στο ερώτημά μας, τι γίνεται όταν η νόηση ανατρέπει τους κανόνες που η ίδια έχει θέσει, όταν δηλαδή τα πραγματικά αποτελέσματα της παρατήρησης υπερβαίνουν τα όρια των αισθήσεων με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε;
Η επιστήμη μπορεί να είναι βέβαιη για τη σχετικότητα του χώρου και του χρόνου μέσα στον οποίο υπάρχουμε και κινούμαστε. Αυτό σημαίνει ότι οι τρεις διαστάσεις της εμπειρίας μας σε επίπεδο χώρου, όχι μόνο δεν είναι σταθερές, αλλά εξαρτώνται από μία διάσταση επίσης μη σταθερή: τον χρόνο. Ο χρόνος, παρόλο που είναι σχετικός, εντούτοις γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις μας ως σταθερή μονογραμμική-μονοδιάστατη πορεία προς τα εμπρός, δηλαδή ως μέγεθος εντοπισμού του εαυτού μας στον τρισδιάστατο χώρο. Απαντά δηλαδή, το αποτέλεσμα της μέτρησης του χρόνου, στο πρακτικό ερώτημα του πότε, σε σχέση με το που. Η ύπαρξη της σχετικότητας στον χώρο και τον χρόνο είναι -πέρα για πέρα- πραγματική, όσο πραγματική είναι η κίνηση της γης γύρω από τον Ήλιο ή η κίνηση της Σελήνης γύρω από τη Γη. Πρόκειται για μία αλήθεια η οποία, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αισθητά κατανοητή στα όρια του ορατού-τρισδιάστατου σύμπαντος, αλλά μόνο να υπολογιστεί λογικά.
Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ, ότι η φιλοσοφία, ως μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας, περνά πλέον σε ένα άλλο στάδιο, αναφορικά με το οποίο καλείται πλέον να αποσαφηνίσει και να διατυπώσει έννοιες που δεν μπορεί να συλλάβει αισθητικά, δηλαδή «παραδοσιακά» φιλοσοφικά, αλλά μόνο λογικά. Αυτό σημαίνει τι; Ότι η φιλοσοφία θα πρέπει να κάνει ένα -ας μου επιτραπεί- γενναίο «πισωγύρισμα» στις πρώτες περιόδους δραστηριότητάς της, όπου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη, ώστε να προσπαθήσει να «ασθητικοποιήσει» τα λογικά αποτελέσματα και να πορευτεί παράλληλα με τη λογική γνώση. Σε τι μπορούμε να το στηρίξουμε αυτή την τόσο «ριζοσπαστική» πρόταση;
Εφόσον η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να ξεπερνά την ίδια της την εμπειρία, σημαίνει ότι είναι προγραμματισμένη από τη φύση να λειτουργεί σε αυτό το επίπεδο. Ο ίδιος ο νους μας επομένως, όντας δύναμη αυτοκαθοριζόμενη και αυτοπρογραμματιζόμενη, είναι και το αίτιο των προβλημάτων που θέτει στον εαυτό του. Αυτό, με άλλα λόγια, μπορούμε να το διατυπώσουμε ως εξής: ο νους του ανθρώπου, δεν είναι η κινητήριος δύναμη της φύσης, αλλά μόνο μία παράμετρός της. Επομένως, ο λογικός νους, δεν είναι ικανός να δημιουργήσει νέες ποιότητες στη φύση, αλλά μόνο να αποκαλύψει τις ήδη υπάρχουσες και να εκμεταλλευτεί τους συνδυασμούς των δομών τους. Δεδομένης αυτής της ιδιαιτερότητάς του, ο λογικόςνους, μπορεί να προβλέπει και να επιλύει μόνον ό, τι ο ίδιος παρατηρεί. Το ότι η λογική υπερτερεί των αισθήσεων -βάζοντας έτσι ερωτηματικό στα όσα μέχρι σήμερα συζητάμε σε φιλοσοφικό επίπεδο- είναι ζήτημα της Αισθητικής -κατά κύριο λόγο- φιλοσοφίας και όχι της λογικής. Απομακρύνοντας την φιλοσοφία από τον παλιό δύσκαμπτο θεωρητικό της μανδύα -ο οποίος πολύ συχνά οδηγεί σε μεταφυσικά αδιέξοδα- μπορεί ο καθαρός νους να θέσει τα θεμέλια για μία νέα θεωρητική αλλά και πρακτική βάση, η οποία θα αντέχει στις «αντιξοότητες» της λογικής σχετικότητας.
Δημήτρης Δακρότσης, Δρ. Φιλοσοφίας/Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
1. Benedetto Croce, Estetica come scienza dell’ espressione e linguistica generale, Seconda edizione, Milano, 2005, p. 4.
2. Benedetto Croce, La storia come pensiero e come azione, Laterza, Bari, 1938, p. 47.